παραφινέλαιο

παραφινέλαιο
το
λιπαντικό λάδι από απόσταγμα πετρελαίου, ορυκτέλαιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραφινέλαιο — και παραφινόλαδο, το (φαρμ.) αποκαθαρισμένο μίγμα κορεσμένων υγρών υδρογονανθράκων τού πετρελαίου που κυκλοφορεί σε δύο μορφές, την λεπτόρρευστη και την παχύρρευστη, και έχει, και στις δύο μορφές του, υπακτική δράση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραφίνη +… …   Dictionary of Greek

  • κηροζίνη — Λέξη ρωσικής προέλευσης, που χαρακτηρίζει τα προϊόντα της απόσταξης των ακατέργαστων ορυκτελαίων μεταξύ 150°C και 310°C. Αυτά τα προϊόντα (κλάσματα) της απόσταξης ονομάζονται πετρέλαιο υπό στενή έννοια. Ωστόσο, ο όρος πετρέλαιο έχει καθιερωθεί να …   Dictionary of Greek

  • κοπραγωγός — ό (Α κοπραγωγός, όν) αυτός που χρησιμεύει ως αγωγός κόπρου, που διοχετεύει κόπρο, που μεταφέρει περιττώματα («κοπραγωγὸς γαστήρ», Πλάτ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κοπραγωγά ονομασία τών ήπιων καθαρτικών, όπως είναι λ.χ. το παραφινέλαιο,… …   Dictionary of Greek

  • μπριγιόλ — το είδος ρευστής μπριγιαντίνης από παραφινέλαιο με άρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. brillole (< γαλλ. briller «λάμπω»)] …   Dictionary of Greek

  • παραφίνη — Μείγμα υδρογονανθράκων, γενικά αλαφατικών, που περιέχουν 20 40 άτομα άνθρακα. Το όνομά τους οφείλεται στην ελλιπή χημική δραστικότητά τους, που εκφράστηκε με το λατινικό όρο parum afflnis (ολίγη συγγένεια). Επειδή πρόκειται για μείγμα, η π. δεν… …   Dictionary of Greek

  • καθαρτικά — Φάρμακα που διευκολύνουν την κένωση του περιεχομένου του εντέρου. Aποκαλούνται ήπια κ. ή υπακτικά, όταν η δράση τους είναι ήπια, και δραστικά, όταν η δράση τους είναι έντονη. Ανάλογα με τον μηχανισμό δράσης τους, διακρίνονται σε δύο ομάδες:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”